προαρμόζει

προαρμόζει
προαρμόζει , πρό-ἁρμόζω
fit together
pres ind mp 2nd sg
προαρμόζει , πρό-ἁρμόζω
fit together
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαρτώ — άω, Α 1. είμαι κρεμασμένος από κάπου 2. (κατά τον Ησύχ.) «προαρτᾷ προαρμόζει, προτείνει». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρτῶ «κρεμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”